ἑτεροειδεῖς

ἑτεροειδεῖς
ἑτεροειδής
of another kind
masc/fem acc pl
ἑτεροειδής
of another kind
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ετεροειδογενής — ές (για ημίονο και ορισμένα φυτά) αυτός που γίνεται από ετεροειδείς, ο ετερόγονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροειδής + γενής (< γένος). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Μπάμπη Άννινο] …   Dictionary of Greek

  • ετεροζύγωση — η περίπτωση κατά την οποία οι γαμέτες τών νόθων ατόμων τής πρώτης θυγατρικής γενεάς περιέχουν ετεροειδείς κληρονομικούς χαρακτήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterozygosis < hetero (πρβλ. ετερο *) + zygosis (πρβλ. ζύγωσις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”